- κακαγγελώ
- κακαγγελῶ, -έω (Α) [κακάγγελος]αναγγέλλω κακές ειδήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακαγγέλῳ — κακάγγελος bringing ill tidings masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακαγγέλωι — κακαγγέλῳ , κακάγγελος bringing ill tidings masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακάγγελτος — κακάγγελτος, ον (Α) [κακαγγελώ] αυτός που έχει προκληθεί από δυσάρεστη αγγελία («κακάγελτα ἄχη», Σοφ.) … Dictionary of Greek
μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… … Dictionary of Greek